ευημερώ

ευημερώ
(ΑΜ εὐημερῶ, -έω) [ευήμερος]
περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών
μσν.
1. βρίσκω, πετυχαίνω
2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει
3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν
α) αυτός που περνάει καλά
β) ο ευτυχισμένος
γ) ο πλούσιος
αρχ.
1. έχω επιτυχία σε κάτι
2. (για γιατρό) επιτυγχάνω τη θεραπεία με κάποιο φάρμακο
3. (για ποιητές και υποκριτές στο θέατρο) επιτυγχάνω στην παράσταση, νικώ
4. είμαι τυχερός
5. φρ. «τὸ εὐημεροῡν τῆς πόλεως» — η ευπορούσα τάξη, οι εύποροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευημερώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευημερώ — ησα, ζω άνετα, καλοζώ, καλοπερνώ, είμαι ευτυχισμένος, προοδεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐημέρῳ — εὐήμερος of a fine masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημέρωι — εὐημέρῳ , εὐήμερος of a fine masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευημερώ — έω, Α [εὐημερῶ] ευημερώ κι εγώ, μετέχω στην ευημερία …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”